στιχουργία

στιχουργία
η, ΝΑ [στιχουργός]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιχουργώ, η σύνθεση στίχων, η συγγραφή ποιημάτων
νεοελλ.
1. η τέχνη τού να συνθέτει κανείς στίχους, η στιχουργική
2. το σύνολο τών κανόνων με τους οποίους γράφεται ένα ποίημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στιχουργία — η 1. συγγραφή στίχων. 2. τέχνη να γράφει κάποιος στίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπαταλάς, Γεράσιμος — Έλληνας φιλόλογος, λογοτέχνης και μετρικός (Κέρκυρα 1887 Αθήνα 1971). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε το περιοδικό Μαύρος Γάτος (1920 1921). Σε νεαρότερη ηλικία δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, που απάνθισμα τους αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • ευμετρία — εὐμετρία και ιων. τ. εὐμετρίη, ἡ (ΑΜ) [εύμετρος] 1. το καλό μέτρο, η καλή αναλογία, η συμμετρία 2. (στη στιχουργία) η ορθότητα τού μέτρου («οὐδὲ εὐμετρίαν ἔχει», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • ευστιχία — εὐστιχία και εὐστιχίη, ἡ (Α) (στην ποίηση) καλή στιχουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιχία (< στιχος < στίχος), πρβλ. ολιγο στιχία, πολυ στιχία] …   Dictionary of Greek

  • μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… …   Dictionary of Greek

  • μετρομανία — η η ιδιότητα τού μετρομανούς, η υπερβολική αγάπη και φροντίδα για τη στιχουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετρομανής (πρβλ. αγγλ. metromania). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • μετροποιία — μετροποιΐα, ἡ (Α) [μετροποιῶ] σύνθεση μέτρων, στιχουργία …   Dictionary of Greek

  • προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”